- μαιεύτρια
- μαιεύτρια, ἡ, Hebamme
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μαιεύτρια — midwife fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαιεύτρια — η (AM μαιεύτρια) η μαία νεοελλ. η μαιευτήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαιεύομαι + επίθημα τρια] … Dictionary of Greek
μαιευτριῶν — μαιεύτρια midwife fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαιευτρίαις — μαιεύτρια midwife fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαιεύτριαι — μαιεύτρια midwife fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαιεύτριαν — μαιεύτρια midwife fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαιευτήρας — ο, η, θηλ. μαιεύτρια γιατρός ειδικευμένος στη μαιευτική και στη γυναικολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαιεύω + επίθημα τήρ (> τήρας)] … Dictionary of Greek